- θρομβεκτομή
- Αφαίρεση ενός θρόμβου αίματος από ένα αιμοφόρο αγγείο, για την αποκατάσταση της κυκλοφορίας του αίματος.
* * *και θρομβεκτομία, ηχειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση θρόμβου από αγγείο τού σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombectomy < thromb- (πρβλ. θρόμβος) + -ectomy (πρβλ. εκ-τομή < εκ-τέμνω)].
Dictionary of Greek. 2013.